- άθλευμα
- ἄθλευμα, το (Α) [ἀθλεύω]άμιλλα, διαμάχη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθλεύω — ἀθλεύω (Α) 1. αγωνίζομαι για βραβείο, αμιλλώμαι, παλεύω, μάχομαι 2. αγωνίζομαι, υποφέρω για κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἆθλος, ἄθλον. ΠΑΡ. αρχ. ἄθλευμα] … Dictionary of Greek